πικραίνω

πικραίνω
+ V 1-0-4-4-4=13 Ex 16,20; Is 14,9; Jer 39(32),32; 40(33),9; 44(37),15
A: to make (tears) bitter [τι] (of weeping) Sir 38,17; to embitter, to irritate [τινα] Jb 27,2; to irritate, to provoke [τινα] Jer 39(32),32; to grieve, to anger [τινα] 1 Mc 3,7
P: to be embittered [ἐπί τινι] Ex 16,20; id. [ἔν τινι] Ru 1,20; id. [τινι] TobS 5,14; id. [ἐπί τινα] 1 Ezr 4,31; id. [περί τινος] Jer 40(33),9
ἐπικράνθη μοι it grieved me Ru 1,13
Cf. HELBING 1928, 212; LE BOULLUEC 1989, 25; WALTERS 1973,150
(→ἐκπικραίνω, παραπικραίνω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πικραίνω — πικραίνω, πίκρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πικραίνω — make sharp pres subj act 1st sg πικραίνω make sharp pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) …   Dictionary of Greek

  • πικραίνω — πίκρανα, πικράθηκα, πικραμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι πικρό: Το πίκρανες το λικέρ με το πικραμύγδαλο που έβαλες. 2. μτφ., λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον: Τα παιδιά πολλές φορές πικραίνουν αδικαιολόγητα τους γονείς. 3. αμτβ., γίνομαι πικρός: Κάηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικραίνεσθε — πικραίνω make sharp pres imperat mp 2nd pl πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd pl πικραίνω make sharp imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινομένων — πικραίνω make sharp pres part mp fem gen pl πικραίνω make sharp pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινόμενον — πικραίνω make sharp pres part mp masc acc sg πικραίνω make sharp pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινόντων — πικραίνω make sharp pres part act masc/neut gen pl πικραίνω make sharp pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρανεῖ — πικραίνω make sharp fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρανοῦσι — πικραίνω make sharp fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραίνει — πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd sg πικραίνω make sharp pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”